4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

O ¶νθρωπος Που Γελά

Eκείνην την ημέρα της ¶νοιξης ο ¶νθρωπος Που Γελά αποφάσισε να ανατείλει εωθινός κι
εαρινός!?
Σηκώθηκε νωρίς-νωρίς το πρωί κι έπιασε κουβέντα με τη χαρούμενη σιωπή των πεύκων στον
περίγυρο του σπιτιού του.
O Δευκαλίων, ο γερο-πεύκαρος που όριζε τον τόπο δίπλα στην αυλόπορτα του Aνθρώπου Που
Γελά, είχε αρχίσει την πρωινή τελετουργία της πευκόσκονης. Eυτυχής δολοφονούσε με τη γύρη
του όποιο ζιζάνιο ή άλλο κλαράκι προσπαθούσε να φυτρώσει στην επικράτειά του, στρωμένη
φτέρη και πευκοβελόνες.
Tα σκυλιά της αυλής, ο Eρίκος, οι αδελφοί Mπιν Λάντεν ―δύο άσπρα λυκόπουλα― και η
παλαίμαχη Ήρα, καλωσόριζαν τον Ήλιο

ώρα Πρώτη της Hμέρας, 7 το πρωί
είχαν αρχίσει οι Xαιρετισμοί.

Στο γλυκό πρωινό φως, χαίρε συ η Πασχαλιά που ετοιμάζεσαι να ανθίσεις, είπε η πρωινή αύρα
κι έσεισε ελαφρά το γκαστρωμένο φυτό περνώντας μέσα του με τη χάρη του εραστή που
τέλειωσε όλο το βράδυ
το έργο του τέλειο.

Xαίρε και σε σένα, πρωινή αύρα, είπε ο ¶νθρωπος Που Γελά, και πρωινή εφημερίδα και πρωινέ
μου καφέ!
Xαίρετε και τα ραδιόφωνα της επικράτειας, τα καλά, με τα πρώτα νέα, τις διαλεγμένες
μουσικές, τις φιλικές φωνές των αγοριών και των κοριτσιών.
Xαίρε το σάουντρακ της ημέρας που αρχίζει.

O ¶νθρωπος Που Γελά έκλεισε τα μάτια και είδε αυτούς που σήμερα θα τελειώσουν τον κάματο
της ημέρας σ? ένα νησάκι κάπου στο Aιγαίο, πίνοντας ένα ούζο με χταποδάκι, να πάνε τα
φαρμάκια του κόσμου τούτου κάτω

στον κάτω κόσμο· και να ξεχαστούν!
Eίδε τον μαθητή που είχε φχαριστηθεί το μάθημά του και χαιρέτησε τον Δάσκαλο· χαίρε,
Δάσκαλε, συ νικάς,
ότι σπέρνεις όνειρα στις ψυχές των ανθρώπων!
----------------------------------------------
O ¶νθρωπος Που Γελά άνοιξε τα μάτια του και είδε την αγωνία του αγριολούλουδου ν? αντέξει
την αποφορά του καταλύτη.
Kι αποφάσισε σήμερα να σταθεί με το αγριολούλουδο κι όχι να μπει στην τύρβη της διαμάχης
με τον ληγμένο καταλύτη του αλήτη.
Ότι η ημέρα δοξαστική κι ότι σ? ένα χαίρε των Xαιρετισμών κρέμεται και σώζεται η χώρα
τούτη, όπως και κάθε χώρα κόρη τούτου του πλανήτη ― η καθεμιά με τον τρόπο της ή με τον
κόντρα τρόπο της.
Xαίρε και σένα λοιπόν, Tαγματάρχη του Iσραηλινού στρατού, που δήλωσες ότι δεν θα
εκτελέσεις παράνομη διαταγή αντιποίνων και δολοφονιών στα κατεχόμενα.
Xαίρε ο γιατρός που σήμερα θα σώσει έναν άνθρωπο. Xαίρε

εκείνος που θα θυμηθεί το καθήκον, ο χτίστης που θα χτίσει ίσια, το αφεντικό που δεν θα
ρίξει τον Aλβανό στο μεροκάματο, η πόρνη που δεν θα τη δείρουν το βράδυ, τα ζευγάρια που
αγκαλιάζονται να κοιμηθούν και μυρίζουν ο ένας στον άλλον γιασεμί και ψωμάκι.
Kαθ? ότι αυτό είναι η ¶νοιξη, μονολόγησε ο ¶νθρωπος Που Γελά, ένα χαίρε στη φωνή του
Mπιθικώτση να τραγουδά για τους σκοτωμένους του Aλβανικού, σαν να τους καλεί να βάλουν τα
καλά τους ―
― Kυριακή στο σπίτι και τους θυμόμαστε, να ?ρθούν για γλυκό του κουταλιού και τσιπουράκι,

να ερωτοτροπήσουν διακριτικά και με την ανηψιά του πιο καλού μας φίλου ― πολύ το χιόνι,
πολύ το κρύο, πολλή η λάσπη εκεί στα βουνά που απέμειναν χωρίς σημάδι, πού, τα κόκκαλα
του παππούλη μου του Mικρασιάτη?

«Tι έχεις, Kωνσταντίνε μου, και λιβανιές μυρίζεις;» μουρμούρισε ο ¶νθρωπος Που Γελά και
πικρογέλασε, αλλά κι εκάγχασε: πάνε δέκα-δεκαπέντε χρόνια τώρα που και η χαρμολύπη έχει
γίνει της μόδας, έχει βρει τη θέση της σε περισπούδαστα άρθρα στον Tύπο, όπως και τη
σχέση της με τον κλαυσίγελω των αρχαίων ―
― όπα, λίγο ακόμα και θα χάσεις τα Xαίρε τούτης της ημέρας, είπε ο ¶νθρωπος Που Γελά στον
εαυτόν του, και θα μπεις στα συνήθη μπινελίκια της καθημερινότητας.
A όλα κι όλα!
Σήμερα ο ¶νθρωπος Που Γελά ήθελε να μείνει εαρινός, στο δοξαστικό της ψυχής του και στο
χαίρε των χαιρετισμών!
Tι είναι μια ημέρα να τη θυσιάσεις στους θεούς για το καλό των άλλων ημερών, είπε ο
¶νθρωπος Που Γελά στον Eρίκο, τον σκύλο που τον κοιτούσε με τα αγαθά του μάτια όλο
κατανόηση, ευρυχωρία και αγάπη.
Xαίρε, Eρίκε, που κουνάς την ουρά σου στο χαίρε της ¶νοιξης! Xαίρε που τη νοιώθεις και
χαίρεσαι!
O Eρίκος κούνησε όλο προσδοκία για παιχνίδια την ουρά του! Πολύ χαρούμενο τον έβλεπε
σήμερα τον ¶νθρωπο Που Γελά, το ίδιο και τους αδελφούς Mπιν Λάντεν, το ίδιο και τον
Δευκαλίωνα το Πεύκο, ακόμα και τα κούτσουρα που, φαίνεται, την είχαν γλυτώσει για φέτος
απ? το τζάκι κι απέμεναν αραδιασμένα στη στοίβα τους, να τη βγάλουν φιλοσοφώντας ως τον
άλλον χειμώνα?
Ωραίο πρωινό! Kάπου θα γίνονται θαύματα!
***
Tην Έκτη Ώρα της νύχτας (Mεσάνυχτα) εκείνης της ημέρας, ο ¶νθρωπος Που Γελά δεν είχε
κοιμηθεί ακόμα. Διάβαζε το αστυνομικό του δίπλα στο σβηστό τζάκι του, όταν άκουσε βαρείς
ίσκιους να φεύγουν απ? τη γειτονιά, να αδειάζει και να αλαφραίνει ο τόπος. Xαμογέλασε!
Για δες το χαίρε της ¶νοιξης και η δύναμη της αθωότητος, μονολόγησε?

ΣTAΘHΣ Σ.